Morphologia Graeca. 2013.
κέκραγας — κέκρᾱγας , κράζω croak perf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηνυστώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «χηνυστεῑς [και δ. γρφ. χηνυστρεῑς], βοᾷς κέκραγας ἐνίοτε στραγγεύῃ»· [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χην τού χαίνω] … Dictionary of Greek